- περικαθαίρω
- + V 1-1-0-0-1=3 Dt 18,10; Jos 5,4; 4 Mc 1,29to purge, to purify [τινα] Dt 18,10; to weed (as a husband’s task) 4 Mc 1,29Cf. DOGNIEZ 1992, 65; LE DEAUT 1981, 184-185; WEVERS 1995 298(Dt 18,10); →MM
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
περικαθαίρω — Α 1. καθαρίζω κάτι από όλες τις μεριές, από παντού, καθαρίζω κάτι εντελώς («οἱ ἁλιεῑς τὰ δίκτυα περικαθαίρουσι», Αριστοτ.) 2. καθαρίζω κάτι στις άκρες 3. μτφ. εξαγνίζω κάτι εντελώς … Dictionary of Greek
περικαθαίρω — περί καθαίρω cleanse pres subj act 1st sg περί καθαίρω cleanse pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικάθαρσις — ἡ, άρσεως, Α [περικαθαίρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περικαθαίρω, πλήρης κάθαρση … Dictionary of Greek
περικάθαρμα — τὸ, Α [περικαθαίρω] 1. καθαρμός, εξάγνιση 2. μτφ. (για πρόσ.) απόβρασμα τής κοινωνίας, κάθαρμα («ὡς περικαθάρματα τοῡ κόσμου ἐγεννήθημεν», ΚΔ) … Dictionary of Greek
περικαθαρμός — ὁ, Α [περικαθαίρω] πλήρης εξαγνισμός … Dictionary of Greek
περικαθαρτήριον — τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ περικαθαρτήρια (κατά τον Ησύχ.) «θυσίαι ἐξαγνιστικαί». [ΕΤΥΜΟΛ. < περικαθαίρω + επίθημα τήριον (πρβλ. μελετη τήριον)] … Dictionary of Greek
περικαθαρτής — ὁ, Α [περικαθαίρω] 1. αυτός που καθαρίζει κάτι εντελώς 2. αυτός που εξαγνίζει κάτι … Dictionary of Greek
περιρρέζω — Α εξαγνίζω με θυσία, περικαθαίρω («περιρρέζειν τὸ ἐπὶ τοῑς καθαρσίοις θύειν», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥέζω «ενεργώ, πράττω, τελώ θυσίες»] … Dictionary of Greek
προπερικαθαίρω — Α καθαρίζω ολόγυρα προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + περικαθαίρω «καθαρίζω ολόγυρα»] … Dictionary of Greek
ՅԱՊԱՒԵՄ — (եցի.) NBH 2 0330 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 12c, 13c ն. περικαθαίρω, περικείρω, κείρω , ἁπωθέω, κόπτω, ἁκροτηριάζω circumquaque purgo, circumcido, circumtondo, amputo, succido, incido, decacumino, miutrilo, trunco. Յատանել.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)